- θαυματουργία
- ηθαυματοποιία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θαυματουργία — θαυματουργίᾱ , θαυματουργία fem nom/voc/acc dual θαυματουργίᾱ , θαυματουργία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματουργίᾳ — θαυματουργίᾱͅ , θαυματουργία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματουργία — η (AM θαυματουργία) [θαυματουργός] 1. θαυματοποιία 2. θαύμα, θαυμαστό έργο … Dictionary of Greek
θαυματουργίας — θαυματουργίᾱς , θαυματουργία fem acc pl θαυματουργίᾱς , θαυματουργία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματουργίαι — θαυματουργίᾱͅ , θαυματουργία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματουργίαν — θαυματουργίᾱν , θαυματουργία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματουργιῶν — θαυματουργία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματουργίαις — θαυματουργία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
чудодеяние — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (θαυματουργία) чудотворение … Словарь церковнославянского языка
PICTI — populi Britanniae secundae, h. e. Scotiae, quorum regio Deucaledonia Marcellino, sed aliis Laudonia regio putatur. Hi hodie linguâi Scoticâ Phictiaid, teste Lhuydô vocantur. Eorum meminit Mamertinus in suo Panegyrico. Claudian. de vict.… … Hofmann J. Lexicon universale